
Το δίπτυχο ζωής και θανάτου, πόνου και απόλαυσης (σαν τα προσλαμβανόμενα συναισθήματα) είναι βαθιά συνυφασμένο σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Όσο πλησιάζουμε στο θάνατο τόσο πιο ζωντανοί νιώθουμε, ενώ μέσα από μια πλούσια ζωή φλερτάρουμε συνεχώς με τον κίνδυνο. Η αξία της θεωρίας αυτής έχει εφαρμοστεί σε καλλιτεχνικά δρώμενα, θρησκευτικές τελετές και πολιτικές πρακτικές (δίπτυχο ασφάλειας και ελευθερίας).
Η ρίζα και η λειτουργία αυτού του δίπτυχου βρίσκεται και στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Είμαστε «καταραμένοι» να γνωρίζουμε το ότι θα πεθάνουμε από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Και αυτός το άγχος καλούμαστε να διαχειριστούμε και να αντιμετωπίσουμε κάθε φορά που θα έρθουμε αντιμέτωποι με μια νέα αρχή ή μια μεγάλη αλλαγή. Την ίδια την αλλαγή μπορούμε να την κατανοήσουμε σαν την αντικατάσταση του νεκρού με το ζωντανό, την μεταφορά του εαυτού από το παρελθόν στο μέλλον.
Πάντα στην αλλαγή μεταφέρεται αυτόματα και η πληροφορία που θα μας επιτρέψει να συνεχίζουμε να υπάρχουμε σε μια συνειδητή χρονική γραμμή που ενώνει το παλιό με το καινούριο. Η αλλαγή αυτή μπορεί να συμβαίνει ακατάπαυστα σε σημείο που γίνεται ανεπαίσθητη, ξεκινώντας από το μοριακό επίπεδο, προχωρώντας στο κυτταρικό και σε άλλα επίπεδα μεγαλύτερης πολυπλοκότητας . Όπως τα κύτταρα λοιπόν επανασυνθέτουν το σώμα μας ανά τακτά χρονικά διαστήματα, έτσι ανακατασκευάζεται και ο ψυχικός μας εαυτός σε δεύτερο χρόνο, όπου συνδέεται η ταυτότητα, η γνώση και η συναισθηματική μνήμη.
Είναι λοιπόν ένα παράδοξο η χαρά που μπορεί να βιώνουμε μέσα από τη διάλυσή μας. Είναι ένα κοινά αποδεκτό μυστικό που μοιραζόμαστε όταν βλέπουμε μια ταινία τρόμου ή όταν σπάμε κανόνες που βρίσκονται εκεί για την ασφάλειά μας. Είμαστε κοινωνικά όντα και εγγράφουμε αναμνήσεις σε σύνολα. Θέλουμε να ανήκουμε και να συμπορευόμαστε στη ζωή μας προς το σίγουρο θάνατό μας. Αυτό είναι κάτι το φυσικό που τελικά οδηγεί στη λύση του άγχους της ζωής και την τελική ηρεμία.
Ο ψυχικός θάνατος από την άλλη είναι κάτι βαθιά νοσηρό, όπου η ψυχική αλλαγή είναι πλέον αποσυνδεδεμένη από την ατομική βούληση και ταυτότητα. Κατευθυνόμενοι από το φόβο και το άγχος βιαζόμαστε να ακολουθήσουμε ομάδες και είδωλα που ξέρουν το καλύτερο για εμάς χωρίς εμάς. Αν άραγε μπορούσαμε να αλλάξουμε το γενετικό μας υλικό για κάποιου άλλου που θεωρούμε αψεγάδιαστό, θα εξακολουθούμε να είμαστε εμείς; Γιατί λοιπόν να το κάνουμε αυτό ακολουθώντας τυφλά κανόνες και συμπεριφορές που δεν μας συμπεριλαμβάνουν;
Δεν μπορεί κανείς να απαιτήσει τη θυσία του εαυτού σου. Αν και είναι κάτι που συμβαίνει κάθε μέρα και στιγμή, αυτό πρέπει να πάντα να συμβαίνει με προσωπικά και υποκειμενικά κριτήρια. Και αυτό γιατί έτσι εξελισσόμαστε και θωρακιζόμαστε για τις μετέπειτα προκλήσεις αντλώντας δύναμη και εμπιστοσύνη από εμάς και τις δικές μας αποφάσεις. Ευαισθητοποιημένοι στις δικές μας ανάγκες. Εκεί μπορούμε να είμαστε πιο ανθρώπινοι και να συνδεόμαστε, όχι να ταυτιζόμαστε και να υποδουλωνόμαστε.