
Στους καιρούς αυτούς ζούμε μια πρωτοφανή εκδήλωση ψυχολογικής βίας, περιβαλλόμενοι απο μια αόρατη απειλή που μας θέλει καθηλωμένους και αποξενωμένους να θυσιάζουμε την ελευθερία μας για την ασφάλειά μας. Ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε είναι πραγματικός και έχει πολλές εκφάνσεις, πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές. Όλες αυτές οι αλλαγές έχουν ένα σημαντικό αντίκτυπο στην υγεία μας, όπως αυτή ορίζεται βιοψυχοκοινωνικά. Όλοι μας θα έχουμε βιώσει σε κάποιο βαθμό αυξημένα επίπεδα άγχους που μας δυσκολεύουν στον ύπνο, στη διατροφή και στη συγκέντρωση. Αυτό το άγχος μας γίνεται ιδιαίτερα αισθητό τις λιγοστές φορές που βγαίνουμε από το σπίτι και ερχόμαστε σε επαφή με συνανθρώπους που πρέπει να κρατούμε σε απόσταση ασφαλείας, σύμφωνα με τα μέτρα που μας έχουν υπαγορεύσει. Ενώ τα μέτρα αυτά είναι απαραίτητα για τη διαφύλαξη της προσωπικής και συλλογικής υγείας, θα πρέπει να έχουμε υπόψη και τη «ψυχολογική τιμή που καλούμαστε να πληρώσουμε». Σκοπός του άρθρου αυτού είναι να συνειδητοποιήσουμε τη ψυχολογική πραγματικότητα αυτής της νέας κατάστασης και να τη εντάξουμε σαν μια νοηματοδοτημένη εμπειρία.
Αρχικά είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε αυτόν τον εγκλεισμό σαν μια ψυχικά νοσηρή κατάσταση και να δικαιολογήσουμε τον εαυτό μας για το πως βιώνουμε και εκφράζουμε αυτή τη δυσφορία. Καταφέρνοντας αυτό μπορούμε να υποστηρίξουμε και τους αγαπημένους μας ανθρώπους, των οποίων το άγχος μπορεί να εισπράττουμε σαν παραβιαστικό όταν εκδηλώνεται. Καθένας μπορεί να βρει νόημα σε διαφορετικές στάσεις και συμπεριφορές που ο ίδιος βιώνει ως ουσιαστικές, όμως η κατάκριση, η σύγκρουση και ο χλευασμός δεν είναι αποδοτικές στρατηγικές. Εναλλακτικά, μπορεί να είναι ιδιαίτερα βοηθητικό να προσπαθήσουμε να συγκεντρωθούμε σε αυτά που έχουμε και όχι τόσο σε αυτά που χάνουμε, εστιάζοντας στο συναίσθημα της ευγνωμοσύνης που συχνά παραβλέπουμε. Ταυτόχρονα, είναι υγιές να πενθήσουμε το χαμό, όμως είναι προτιμότερο να μπορούμε να το μοιραστούμε το πένθος αυτό με άλλους που σίγουρα βιώνουν σε κάποιο βαθμό αυτό που βιώνουμε και εμείς.
Για αυτούς που ακόμα έχουν δουλειά μπορεί να βοηθήσει η συνειδητοποίηση της αξίας της εργασίας μας, ανεξαρτήτου αντικειμένου. Όλοι μαζί προσπαθούμε να διατηρήσουμε μια κοινωνική και οικονομική ισορροπία, απαραίτητη για τη μετάβαση μέσα από αυτή την απαιτητική περίοδο. Για αυτούς που βρέθηκαν χωρίς δουλειά, η ανεργία δεν εξισώνεται με την αεργία. Η χρησιμότητα της ανθρώπινης ύπαρξης δεν εξισώνεται με το επάγγελμα και η φωνή καθενός είναι πολύτιμη και πρέπει να ακουστεί. Τέλος, οποιαδήποτε βοήθεια μπορεί ο καθένας να προσφέρει είναι μια πράξη που απαλύνει το έντονο συναίσθημα του φόβου στον ίδιο και τους άλλους και συμβάλει στην ανάπλαση του συναισθήματος κοινωνικής ασφάλειας που πλήττεται εδώ και καιρό στη χώρα μας.
Το βίωμα της πανδημίας μπορεί λοιπόν να παρομοιαστεί με ένα μικρό θάνατο. Μας φέρνει σε επαφή με την τελική μοίρα μας, με ένα τρόπο που μας κάνει να βιώνουμε εμβριθή τρόμο και μας τραυματίζει ψυχικά. Είναι επίσης το τέλος μιας ασφαλούς καθημερινότητας που νιώθαμε σε κάποιο βαθμό ότι είχαμε καταφέρει να ελέγχουμε. Αυτή η ψευδαίσθηση σύντομα χάνεται όταν έρχονται τέτοια γεγονότα να μας υπενθυμίσουν πόσο εύθραυστοι είμαστε. Η πραγματικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης όμως δεν είναι απόλυτη. Μαζί με το πένθος και το φόβο συνυπάρχει η ελπίδα για νέες αλλαγές σε μια πραγματικότητα που ποτέ δεν ήταν τέλεια ποτέ και για κανένα. Μέσα από αυτό το μικρό θάνατο ανοίγει η προοπτική για τη γέννηση κάτι καινούργιου και διαφορετικού που μας καλεί να το εξερευνήσουμε και να ξαναγνωρίσουμε τον εαυτό μας. Ο εγκλεισμός του σώματος δεν είναι αναγκαίο να σημάνει τον εγκλεισμό της ψυχής. Ας αδράξουμε την ευκαιρία να επανεκτιμήσουμε τη σημασία των σχέσεών μας και να έρθουμε πιο κοντά ψυχικά στους άλλους και κυρίως στον εαυτό μας. Έτσι μπορούμε να στοχαστούμε το μέλλον σε μια θέση κοντινότερη σε αυτή που πραγματικά επιθυμούμε, σε μια κατάσταση που τώρα επαναπροσδιορίζεται.