
Η σιωπή στην ανθρώπινη επικοινωνία είναι ένα παρεξηγημένο φαινόμενο. Συχνά ερμηνεύεται σαν διακοπή επικοινωνίας και απόσυρση, σαν να είναι μια τελεσίδικη κατάσταση. Η σιωπή όμως συνέχεια εισέρχεται στα κενά του λόγου, όπως τα σημεία στίξης. Η μουσικότητα του προφορικού λόγου αντανακλά τη ψυχική διάθεση με τις σιωπές στο ρόλο των παύσεων να δίνουν ρυθμό και δυναμική. Αυτή η δυναμική φτάνει να είναι τόσο έντονη που μπορεί να προκαλέσει άγχος και ανησυχία με τη συναισθηματική της ένταση και να δοκιμάζουν τους πιο ανασφαλείς συνομιλητές. Αντίθετα με τις ευκατανάλωτες συμβουλές που μας θέλουν να «μιλάμε ανοικτά», ξεχνούμε πως το μεγαλύτερο ποσοστό των πληροφοριών μεταφέρεται με μη λεκτική επικοινωνία. Η συμβουλή του να «εξηγείσαι για να μη παρεξηγείσαι» επίσης είναι άστοχη, αφού δεν συνυπολογίζει την αφαιρετικότητα και ποιητικότητα του λόγου. Ή ακόμα την ανουσιότητα της τεχνοκρατικής ξύλινης γλώσσας που καταφέρνει να λέει πολλά χωρίς να εννοεί κάτι.
Έχοντας αυτά κατά νου μπορούμε να κατανοήσουμε το ότι ένας άνθρωπος μπορεί να χρησιμοποιεί τη σιωπή με διαφορετικούς τρόπους από αυτόν που έχουμε μάθει να φοβόμαστε, όπως την απομάκρυνση και εγκατάλειψη. Το «σιωπώ» δεν σημαίνει απαραίτητα «δεν επικοινωνώ». Μπορεί να σημαίνει το σεβασμό στην υποκειμενικότητα και στη διαφορετικότητα. Μπορεί να είναι και ένας φόβος αυτού που σιωπά που επίσης οφείλουμε να σεβαστούμε. Άλλες φορές μπορεί να είναι και μια πρόσκληση για άλλες μορφές επικοινωνίας. Και οι δικές μας σιωπές μας δίνουν τον απαραίτητο χρόνο να σκεφτούμε για αυτά που θέλουμε να επικοινωνήσουμε και να έρθουμε σε επαφή με αυτά που νιώθουμε. Μέσα στις παύσεις μπορούμε να βρούμε και τα πράγματα που δεν λέγονται, τα οποία όμως υπονοούνται συνεχώς και με ένα τρόπο που δεν επιτρέπει την αμφισβήτησή τους. Η σιωπή μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που δεν θέλουμε ανοίξουμε και να συζητήσουμε εκείνη τη στιγμή, αλλά η λύση της δίνει παράλληλα την υπόσχεση ότι αυτό θα συμβεί στο μέλλον. Η αναγέννηση της ελπίδας σε απάντηση μιας μικρής ματαίωσης.