Οι Λαθραίοι

Ας υποθέσουμε ότι ερχόμαστε στη ζωή τυχαία. Ας υποθέσουμε ότι δεν είχαμε ούτε την ευθύνη, ούτε την επιλογή της ύπαρξης μας. Ας υποθέσουμε ότι κι η ζωή η ίδια είναι τυχαία και ο Θεός παίζει ζάρια. Η αναζήτηση απαντήσεων στο υπαρξιακό πρόβλημα του νοήματος της ζωής, πιθανόν, να παρείχε ανακούφιση στην αγωνία των παραπάνω υποθέσεων.

Μου προέκυψαν ερωτηματικά, κοιτώντας το ζήτημα αντίστροφα. Βλέποντας ανθρώπους που διάγουν τη ζωή τους χωρίς νόημα. Ξυπνάνε, τρώνε, κοιμούνται, μπορεί να δουλεύουν, μπορεί να μη δουλεύουν, μπορεί να χουν δυο φίλους μπορεί να μην έχουν. Ξυπνάνε, εισπνέουν, εκπνέουν , ικανοποιούν της ανάγκες επιβίωσης τους, κοιμούνται. Δεν αγχώνονται. Δεν ανησυχούν. Δεν στεναχωριούνται. Λίγο θυμώνουν, λίγο γκρινιάζουν, λίγο επιρρίπτουν ευθύνες, λίγο μουρμουρίζουν. Κυρίως και πάνω απ’ όλα δραπετεύουν.

Μακάριοι τουρίστες της ζωής. Δε ζητάνε πολλά. Ησυχία, ηρεμία και φιλική εξυπηρέτηση. Μην τους ταράζεις. Μην τους ζητάς να πάρουν ευθύνη. Μην τους ενοχλείς. Και βοήθησέ τους. Γιατί είναι ξένοι. Δεν καταλαβαίνουν καλά. Δεν τους καταλαβαίνουν. Δεν ξέρουν τη γλώσσα. Κι είναι και κουρασμένοι. Εξαντλημένοι. Αδύναμοι. Κι είναι εδώ για να ξεκουραστούν.

Σου ζητάνε βοήθεια και τους τη δίνεις. Αλλά μη τους ζητάς να παλέψουν. Μην τους ξεβολέψεις. Προτιμότερη η γνωστή και τίμια μιζέρια από μία τρομακτική αλλαγή. Δε θέλουν πολλά, λέμε. Μόνο την ησυχία τους. Και κάποιον να τους φροντίζει. Γιατί η ζωή τους πόνεσε. Κι η μάνα τους, κι ο πατέρας τους. Κι όλοι. Και δεν μπορούν. Δεν έχουν το κουράγιο. Και δε θέλουν. Κυρίως δε θέλουν.

Κι αν είσαι θεραπευτής, καλή ώρα, έρχεται μια στιγμή θεραπευτικού διλήμματος. Έχεις περάσει ώρες νοιαξίματος και ενσυναίσθησης. Έχεις απενεχοποιήσει. Έχεις φροντίσει. Έχεις ακούσει. Έχει νιώσει καλύτερα. Αλλά δε κουνιέται. Για πάντα τουρίστας. Για πάντα επαίτης. Λέει δε μπορώ. Εννοεί δε θέλω. Δε θέλω να χάσω τη φροντίδα, δε θέλω να φύγω από τη καρέκλα του πόνου. Δε θέλω…….να ζήσω, ακούς εσύ.

Και λες η αλήθεια του είναι η μόνη αλήθεια. Η ψυχή του ξέρει. Ο καθένας έχει το χρόνο του. Δικές σου προβολές θεραπευτάκο ότι η ζωή είναι αλλιώς. Ότι η ευτυχία είναι επιλογή. Κάτι δε βλέπεις. Και παίρνεις καλύτερα γυαλιά. Και κοιτάς. Και εξερευνάς. Και βλέπεις. Βλέπεις ότι όλοι γύρω από αυτόν τον άνθρωπο ζουν για να τον εξυπηρετούν. Οι μόνιμοι και οι περαστικοί. Βλέπεις ότι όλοι αγωνιούν για το τι κάνουν λάθος. Γιατί δε προχωρά. Τι πρέπει να κάνω; Θυσιάζουν τη δική τους πολύτιμη ζωή, υπηρετώντας τον λαθραίο. Τον τουρίστα της ζωής. Μπορεί και να το χουν ανάγκη. Μπορεί να εξυπηρετεί το σύστημα τους να υπάρχει ο αδύναμος, μπορεί να νιώθουν καλύτεροι άνθρωποι θυσιάζοντας τη ζωή τους.

Το ζήτημα είσαι εσύ. Εσύ τι ρόλο παίζεις σε αυτό το χορόδραμα; Από τη μια ανταποκρίνεσαι δεοντολογικότατα στο αίτημα του πελάτη για φροντίδα. Κι από την άλλη συντηρείς την ίδια του τη δυσλειτουργία. Παίζεις το ρόλο που παίζουν κι όλοι οι άλλοι γύρω του. Άρα δεν είσαι θεραπευτής. Είσαι ανακουφιστής.  Και μπορεί να γίνεσαι κι εσύ εκμεταλλευτής όπως αυτόν. Η διατήρηση της δυστυχίας λειτουργεί θετικά για το δικό σου πορτοφόλι. Μέχρι να αποδώσει την ευθύνη της μη αλλαγής του σε εσένα και να φύγει θυμωμένος μακριά σου. Και να μείνεις ματαιωμένος, σοκαρισμένος και θυμωμένος, γυρεύοντας κι εσύ ποιον να κατηγορήσεις για το φευγιό.

Αυτά τα καλά γυαλιά που έβαλα, πέρα από τους άλλους φώτισαν κι εμένα. Τους ευχαριστώ τους λαθραίους. Γιατί μου θύμισαν ότι αγαπώ τη ζωή. Θέλω να μαι εδώ και να μαι καλά. Θέλω να ταξιδεύω, δε θέλω να κάνω τουρισμό. Θέλω να πάρω ό,τι καλό έχει να μου δώσει. Και θέλω να συμπορεύομαι με ανθρώπους που νιώθουν το ίδιο. Και η θεραπευτική δουλειά είναι ταξίδι. Άρα αν θες να συνταξιδέψεις μαζί μου, πρέπει να μοιάζουν τα χούγια μας. Να σ΄αρέσει η ζωή. Να θες να παλεύεις. Να θες να μεγαλώνεις. Να αγαπάς τον εαυτό σου μέσα από το προχώρημα σου. Να σε κοιτάς κάθε βράδυ και να λες «καλά τα κατάφερες και σήμερα». Κι αν δεν είσαι έτσι, δε πειράζει. Υπάρχουν κι άλλο δρόμοι κι άλλοι περιηγητές που σου μοιάζουν. Πορέψου μαζί τους. Ή μείνε εκεί που είσαι μαζί τους. Δεν είναι για όλους τα ταξίδια μάλλον.

Κι αν κάποτε κολλήσεις τα χούγια μου, εδώ θα ΄μαι και με χαρά θα έρθω να ταξιδέψουμε μαζί. Ως τότε σ’ αφήνω. Η ζωή με περιμένει. Έχω αργήσει.